κατάκρυψη

κατάκρυψη
η
τέλεια απόκρυψη: Έκαναν κατάκρυψη των κλοπιμαίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάκρυψη — η (Μ κατάκρυψις) [κατακρύπτω] η παντελής απόκρυψη …   Dictionary of Greek

  • κατακρύψῃ — κατακρύπτω hide aor subj mid 2nd sg κατακρύπτω hide aor subj act 3rd sg κατακρύπτω hide fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”